- παυλιανισμός
- ὁ, Μτα δόγματα και η αίρεση τών Παυλι(κι)ανών, η αίρεση τού Παύλου τού Σαμοσατέως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η οποία δεχόταν την ύπαρξη δύο θεών, αγαθού και κακού, απέρριπτε την τριαδικότητα τού Θεού και την πραγματική σάρκωση τού Χριστού και θεωρούσε το προπατορικό αμάρτημα ως αρχή τής σωτηρίας τού ανθρώπου, απέρριπτε επίσης την Παλαιά Διαθήκη και δεχόταν μόνο τα ευαγγέλια τού Λουκά και τού Ιωάννη και τις επιστολές τού Παύλου, απέρριπτε τα μυστήρια τής ιερωσύνης, τού βαπτίσματος και τής Θείας Ευχαριστίας, τις εικόνες και τις τελετές, ονόμαζε Καθολική Εκκλησία τη συναγωγή τών Παυλι(κι)ανών και θεωρούσε ότι η Εκκλησία διέστρεψε την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παυλιανός + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.